δικύλινδρος

δικύλινδρος
-η, -ο και -ος, -ο
(για μηχανή ή μηχάνημα) αυτός που έχει δύο κυλίνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικύλινδρος — η, ο αυτός που έχει δύο κυλίνδρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”